ἐπαντλαῖος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A = ἱμαῖος, Hsch. s.h.v. (ἐπανταῖος cod.).
Greek Monolingual
ἐπαντλαῑος και ἐπάντλειος, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμαῑος, τὸ ᾆσμα ὅ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί».