επένδυση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

η (Μ ἐπένδυσις) επενδύω
νεοελλ.
1. επικάλυψη ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό («επένδυση τοίχου»)
2. το επίστρωμα («καταστράφηκε η επένδυση της εικόνας»)
3. η συγκράτηση τών πλευρών ενός έργου με κλαδιά ή άλλο πρόχειρο υλικό για να αποφευχθεί πτώση χωμάτων
4. φρ. «εσωτερική επένδυση» — φόδρα
5. (οικον.) η δημιουργία νέου παραγωγικού κεφαλαίου
μσν.
επενδύτης.