επίδηλος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
ἐπίδηλος, -ον (Α) επιδηλώ
1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.)
2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση
3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.)
4. αυτός που μοιάζει με κάτι, που φανερώνει κάτι («ἐστὶν ἐπίδηλόν τι πεπανουργικότι», Αρφ.).