ἐπικέρνης

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέρνης Medium diacritics: ἐπικέρνης Low diacritics: επικέρνης Capitals: ΕΠΙΚΕΡΝΗΣ
Transliteration A: epikérnēs Transliteration B: epikernēs Transliteration C: epikernis Beta Code: e)pike/rnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)

Greek Monolingual

ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].