επιήρανος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek Monolingual
ἐπιήρανος, -ον (Α) επίηρα
1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.)
2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε»)
3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος»)
5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» — αυτός που προκαλεί νευρική υπερένταση.