επιπόλαση

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπόλασις) επιπολάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπολάζω, η θέση του αντικειμένου που παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού, η παραμονή στην επιφάνεια.