επιπόλαση

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπόλασις) επιπολάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπολάζω, η θέση του αντικειμένου που παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού, η παραμονή στην επιφάνεια.