επιστήθιος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικός («επιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθος («επιστήθιος σταυρός»).