επίστεγος
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. τοποθετημένος πάνω στη στέγη
2. το ουδ. ως ουσ. το επίστεγο
το κάσσαρο, το πρυμναίο τμήμα τών παλαιών ιστιοφόρων, στεγασμένο με ελαφρό κατάστρωμα, όπου στεκόταν ο κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεγος (< στέγη)].