επιτέμνω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) τέμνω
συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.)
αρχ.
1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει», Ηρόδ.)
2. τραυματίζω («ἐπιτεμών τήν σαυτοῡ κεφαλήν», Αισχίν.)
3. (για λόγο) κόβω, αφαιρώ, αποσιωπώ («καὶ τοιαύτας πορίζεσθαι προφάσεις, ὡς... ἐπιτέμνειν ἀδύνατον», Πολ.)
4. εμποδίζω τη θέα
5. διακόπτω τον ομιλητή («ὁ δέ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβύτην, ἐπιτεμών», Πολ.).