συντομεύω
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
English (LSJ)
cut short, Suid. and Zonar. s.v. ἀποσχεδιάσας:—also συντόμησον, for -ευσον or -ισον, Suid. s.v. κεφαλαίωσον.
Greek (Liddell-Scott)
συντομεύω: ὡς καὶ νῦν, συντέμνω, σύντομον ποιῶ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀποσχεδιάσας, Ζωναρ.· ― ὡσαύτως συντόμισον, «συνάγαγε συντόμως» Σουΐδ., προσέτι ἐν λέξ. κεφαλαίωσον, ἣν ἑρμηνεύει: «συντόμισον, συνάγαγε».
Greek Monolingual
ΝΜΑ σύντομος
καθιστώ κάτι πιο σύντομο («πρέπει να συντομεύσεις την ομιλία»)
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι σύντομος, κάνω γρήγορα («συντόμευε, πρέπει να φύγουμε»).
German (Pape)
= συντομέω, Suid. v. αὐτοσχεδιάζω.