επιφυλακτικότητα
From LSJ
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του επιφυλακτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλακτικός. Η λ. στον λόγιο τ. επιφυλακτικότης μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή].