επιφορτίζω
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Greek Monolingual
(Α ἐπιφορτίζω) φορτίζω
νεοελλ.
1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση»)
2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω
3. μέσ. ἐπιφορτίζομαι
γίνομαι φορτικός.