επιφορτίζω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

ἐπιφορτίζω) φορτίζω
νεοελλ.
1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση»)
2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω
3. μέσ. ἐπιφορτίζομαι
γίνομαι φορτικός.