ερετμώ
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
ἐρετμῶ, -όω (Α) ερετμόν
1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)
2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)
3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώ
β) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.