Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερετμώ

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐρετμῶ, -όω (Α) ερετμόν
1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)
2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)
3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώ
β) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.