κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρματοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατοαρχ.1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)2. μέσ. ἑρματίζομαια) ισορροπῶβ) παίρνω κάτι ως στήριγμα.