ερείπιο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, -ον) ερείπω
1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα
2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή αρρώστιας εντελώς καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά, ο εξουθενωμένος, ο εξαντλημένος
3. πληθ. ερείπια
λείψανα κτίσματος ή πόλης που έχει καταστραφεί, συντρίμματα, χαλάσματα
αρχ.
1. φρ. α) «νεκρῶν ἐρείπια», πτώματα, λείψανα, ψοφίμια, Σοφ.
β) «πέπλων ἐρείπια» — ράκη, τεμάχια από ρούχα
γ) «θραύμασίν τ’ ἐρειπίων» — συντριμμάτων από ναυάγιο
2. ως επίθ. ἐρείπιος, -ον
α) ετοιμόρροπος, σαθρός, ερειπωμένος
β) (κατά τη Σούδα) «ἐρείπιος γῆ, ἡ χέρσος».