Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(AM ἐρυθριῶ, -άω) ερυθρός
κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.).