ἐρυθρόλευκος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόλευκος Medium diacritics: ἐρυθρόλευκος Low diacritics: ερυθρόλευκος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: erythróleukos Transliteration B: erythroleukos Transliteration C: erythrolefkos Beta Code: e)ruqro/leukos

English (LSJ)

ον,

   A reddish-white, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. φλογόλευκον.

German (Pape)

[Seite 1036] weißroth, Hesych. v. φλογόλευκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόλευκος: -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)
1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο
2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.