εταιρίζω

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) εταίρος
1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ἑταιρίζομαι
εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εταίρα, ζω εταιρικό βίο («ἴσασιν ἑταιρίζειν, οὐδὲ πιστεύουσι ῥηματίοις καὶ νεανίσκοις», Λουκιαν.)
4. συναναστρέφομαι με εταίρες
5. συμπεριφέρομαι ως μοιχός
6. μεταπείθω, προσελκύω, φέρνω κάποιον με το μέρος μου
7. υποστηρίζω κάποιον, τάσσομαι με το μέρος κάποιου.