ἐσχατεύω

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτεύω Medium diacritics: ἐσχατεύω Low diacritics: εσχατεύω Capitals: ΕΣΧΑΤΕΥΩ
Transliteration A: eschateúō Transliteration B: eschateuō Transliteration C: eschateyo Beta Code: e)sxateu/w

English (LSJ)

   A to be at the end, τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων the parts farthest off, i.e. the branches, Thphr. CP5.1.3, cf. Plu.2.366b ; -εύοντες τόποι Arist.Cael.298a14 ; to be at the extremity, τῆς Ἀρκαδίας Plb.4.77.8.    II to be the lowest or meanest, τῶν διδασκόντων Phld.Rh.2.54S.

German (Pape)

[Seite 1045] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰτεύω: τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ ἄκρα αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον μέρος τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être à l’extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.

Greek Monolingual

ἐσχατεύω (Α) έσχατος
1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)
2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.)
3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)
4. φρ. «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.