εσχατώ

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ἐσχατῶ, -άω (Α) έσχατος
1. μένω τελευταίος
2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο
3. φθάνω στο τέλοςκούρη ἀπ' ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.)
4. φρ. α) «ἀφ' ἑσπέρου ἐσχατόωντος» — από την απωτάτη δύση (Καλλ.)
β) «κάρηνον ἐσχατόων» — το τμήμα του κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο, το βρέγμα (Άρατ).