εσχατώ

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ἐσχατῶ, -άω (Α) έσχατος
1. μένω τελευταίος
2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο
3. φθάνω στο τέλοςκούρη ἀπ' ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.)
4. φρ. α) «ἀφ' ἑσπέρου ἐσχατόωντος» — από την απωτάτη δύση (Καλλ.)
β) «κάρηνον ἐσχατόων» — το τμήμα του κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο, το βρέγμα (Άρατ).