εσωτρόπιο

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σωτρόπι, το
ναυτ. η δεύτερη εσωτερική τρόπιδα (καρίνα) που τοποθετείται για ενίσχυση της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τρόπις. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. carlingue). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].