ἐπιχρόνιος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
α, ον,
A lasting for a time, long, Cic.Att.6.9.3.
German (Pape)
[Seite 1005] langdauernd, ἐποχή, Cic. ad Att. 6, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, μακρός, μακροχρόνιος, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 (ἔνθα ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐπιχρόνιος, -ον (Α)
αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.