ἐτυμολόγος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

German (Pape)

[Seite 1053] ὁ, der die Etymologie treibt, E. M. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτυμολόγος: ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].