εσάρπα
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Greek Monolingual
και σάρπα, η
συμπλήρωμα της γυναικείας ενδυμασίας, κάλυμμα τών ώμων και της ράχης, σε σχήμα παραλληλόγραμμο ή τριγωνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. echarpe < αρχ. γερμ. scharpe. Στη ΝΕ χρησιμοποιείται και ο τ. σάρπα, με σίγηση του αρχικού άτονου ε-].