Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
εὔγονος, -ον (Α)1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονονη παραγωγική δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος.