η (ΑΜ εὐήθειαΑ και εὐηθία και εὐηθίη) ευήθηςειρων. υπερβολική ευπιστία, μωρία, χαζομάρα («κουφόνουν τ' εὐηθίαν», Αισχύλ.)αρχ.-μσν.αγαθότητα ήθους, απλότητα, τιμιότητα.