ευκαιρώ

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) εύκαιρος
έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο
μσν.
1. είμαι ή μένω άδειος
2. πετυχαίνω
μσν.-αρχ.
βρίσκομαι κάπου τυχαία
αρχ.
1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῡντάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.)
2. είμαι επίκαιρος
3. φρ. «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι.