ευκαιρώ
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) εύκαιρος
έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο
μσν.
1. είμαι ή μένω άδειος
2. πετυχαίνω
μσν.-αρχ.
βρίσκομαι κάπου τυχαία
αρχ.
1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῡντάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.)
2. είμαι επίκαιρος
3. φρ. «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι.