ευκόρυφος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
εὐκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι
2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).