εὐπερίσπαστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίσπαστος Medium diacritics: εὐπερίσπαστος Low diacritics: ευπερίσπαστος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euperíspastos Transliteration B: euperispastos Transliteration C: efperispastos Beta Code: eu)peri/spastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to pull away, X.Cyn.2.7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.

Greek Monolingual

εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].