ευσπλαγχνίζομαι
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) εύσπλαγχνος
δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ.
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) εύσπλαγχνος
δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ.