εὐρύνωτος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A broad-backed, φῶτες S.Aj.1251.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breitem Rücken, Soph. Ai. 1230.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύνωτος: -ον, ἔχων εὐρέα νῶτα, φῶτες Σοφ. Αἴ. 1251.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large dos.
Étymologie: εὐρύς, νῶτος.
Greek Monolingual
εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ-νωτος, υψηλό-νωτος].