εύωρος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
(I)
εὔωρος, -ον (Α)
αμελής, αδιάφορος για κάτι
2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].———————— (II)
εὔωρος, -ον (Α)
1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῑα ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. ά-ωρος, πρό-ωρος].