ἐφημερόβιος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Full diacritics: ἐφημερόβῐος | Medium diacritics: ἐφημερόβιος | Low diacritics: εφημερόβιος | Capitals: ΕΦΗΜΕΡΟΒΙΟΣ |
Transliteration A: ephēmeróbios | Transliteration B: ephēmerobios | Transliteration C: efimerovios | Beta Code: e)fhmero/bios |
ον,
A living for the day, from hand to mouth, χειροτέχνης Ph.2.389, cf. Ptol.Tetr.160.
ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.