ἐφημερόβιος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερόβῐος Medium diacritics: ἐφημερόβιος Low diacritics: εφημερόβιος Capitals: ΕΦΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: ephēmeróbios Transliteration B: ephēmerobios Transliteration C: efimerovios Beta Code: e)fhmero/bios

English (LSJ)

ον,

   A living for the day, from hand to mouth, χειροτέχνης Ph.2.389, cf. Ptol.Tetr.160.

Greek Monolingual

ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.