εχιδνισμός

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ο
δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε -ισμός τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός].