ἐχείδιον
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: ἐχείδιον | Medium diacritics: ἐχείδιον | Low diacritics: εχείδιον | Capitals: ΕΧΕΙΔΙΟΝ |
Transliteration A: echeídion | Transliteration B: echeidion | Transliteration C: echeidion | Beta Code: e)xei/dion |
τό, Dim. of ἔχις,
A little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.
ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.