ζευγαρώνω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

[ζευγάριο(ν)]
1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος
2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω
3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)
3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος
4. ζευγαρίζω, οργώνω.