ζαφεγγής

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr leuchtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζαφεγγής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο-φεγγής, λαμπρο-φεγγής].