ζῳοπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοπλάστης Medium diacritics: ζῳοπλάστης Low diacritics: ζωοπλάστης Capitals: ΖΩΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: zōioplástēs Transliteration B: zōoplastēs Transliteration C: zooplastis Beta Code: zw|opla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A the Creator, ib.184.    II a moulder of creatures, sculptor, etc., Id.2.211.

German (Pape)

[Seite 1144] ὁ, Thierbildner, -schöpfer, Philo.

Greek Monolingual

ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.