Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳοφάγος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

German (Pape)

[Seite 1144] Thiere, Fleisch fressend, Ggstz καρποφάγος, Arist. pol. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοφάγος: ᾰ, ον, ὁ τρώγων ζωϊκὴν τροφήν, σαρκοφάγος, ἀντίθ. καρποφάγος (χορτοφάγος), Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 5, Ζ. Μ. 4. 13, 21.

Greek Monolingual

-ο (Α ζῳοφάγος, -ον)
αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον, αόρ. του εσθίω].