ἡλιαία

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαία Medium diacritics: ἡλιαία Low diacritics: ηλιαία Capitals: ΗΛΙΑΙΑ
Transliteration A: hēliaía Transliteration B: hēliaia Transliteration C: iliaia Beta Code: h(liai/a

English (LSJ)

ἡ, at Athens,

   A public place or hall, in which the chief law-court was held, ἐν ἡλιαίᾳ Ar.Eq.897; ἀναβὰς εἰς τὴν ἡ. τὴν τῶν θεσμοθετῶν prob. in Antipho 6.21, cf. IG12.39.75,63.14.    2 supreme court at Athens, Lex Solonis ap. Lys.10.16, Lex ap.D.21.47, Paus.1.28.8, etc.    II = ἁλία (A) (q.v.).    III ἡλιαίη, = ἀλέα (B), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1160] ἡ, in Athen die Halle, der öffentliche Ort, wo das höchste Gericht über Staatsverbrechen, das aus 500, hernach aus 1000 u. 1500 Richtern bestand, seine Versammlungen u. Sitzungen hielt; auch das Gericht selbst; es ist dabei nicht an den sonnigen Ort zu denken, worauf das Wortspiel Ar. Vesp. 772 (s. ἡλιάζω) führen könnte, sondern an ἁλής, ἁλίζομαι, der Versammlungsort, vgl. Harpocr. u. B. A. 310; Lys. 10, 16 u. a. Redner. S. Hermann griech. Staatsalterth. §. 134 u. Jo. Theod. Vömel de Heliaea, Frankfurt 1820.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαία: ἡ, ἐν Ἀθήναις, δημόσιος τόπος, ἐν ᾧ συνήδρευε τὸ μέγιστον δικαστήριον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 897∙ πρβλ. ἡλιάζομαι. 2) τὸ ἀνώτατον δικαστήριον, ἐν ᾧ ἐδικάζοντο πᾶσαι αἱ ὑποθέσεις αἱ ὑποκείμεναι εἰς δημοσίαν καταγγελίαν (γραφήν), οἷονὕβρις, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 19. - Ὁ κανονικὸς ἀριθμὸς τῶν Ἡλιαστῶν ἦτο 6000, κατ΄ ἔτος ἐκλεγόμενοι διὰ κλήρου ἐκ τῶν πολιτῶν τῶν ὑπὲρ τὰ 30 ἔτη γεγονότων. Τὸ ὅλον σωματεῖον ὑποδιῃρέθη εἰς 10 τμήματα ἐκ 500 ἕκαστον (ὑπολειπομένων 1000 πρὸς ἀναπλήρωσιν) καὶ ἕκαστος Ἡλιαστὴς ἐλάμβανε μισθὸν τριώβολον ἑκάστην ἡμέραν. ΙΙ. = ἁλία, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἡλιαία και ιων. τ. ἡλιαίη, ἡ (Α)
1. δημόσιος τόπος στην Αθήνα όπου συνεδρίαζε το ανώτατο ορκωτό δικαστήριο
2. το ανώτατο λαϊκό δικαστήριο στην Αθήνα
3. αλία(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλής].