ἡλοκόπος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ὁ, (κόπτω)

   A nail-smith, BGU1028.19 (ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133; = Lat. clavarius, clavifixor, clavorum faber, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1163] ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοκόπος: ὁ, (κόπτω) σιδηρουργός κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο-κόπος, ξυλο-κόπος.