νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ἡμιάγρυπνος, -ον (Μ)κατά το ήμισυ άγρυπνος, μισοξυπνητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άγρυπνος].