Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον.———————— ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
το μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].