ημιρρόμβιο
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
το (Α ἡμιρρόμβιον)
νεοελλ.
ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου του ανεμολογίου της ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο της περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο
αρχ.
είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρομβίον (< ρόμβος)].