ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).