Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Full diacritics: ἤμων | Medium diacritics: ἤμων | Low diacritics: ήμων | Capitals: ΗΜΩΝ |
Transliteration A: ḗmōn | Transliteration B: ēmōn | Transliteration C: imon | Beta Code: h)/mwn |
A v. ἀμάω (A).
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
impf. de ἀμάω.
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].