ηρεμώ

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

(I)
(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) ηρέμα
είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι
2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος
3. αναχαιτίζω κάποιον από το να κάνει κάτι.———————— (II)
ἠρεμῶ, -όω (Μ) ηρέμα
ζω στη μοναξιά, ζω ως ερημίτης.