Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
θαμπός
1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω
2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω
3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο).